Ο τρόπος των πολεμιστών


Με τον τρόπο του Γ.Σ

Σ εφέρης:
…από την ποιητική διαδρομή του…
Με τον τρόπο του Γ.Σ
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές
Το πουκάμισο του Κενταύρου γλιστρούσε μέσα στα φύλλα
για να τυλιχτεί στο κορμί μου καθώς ανέβαινα την ανηφόρα
και η θάλασσα μ’ακολουθούσε.
Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δεν βρίσκεται πουθενά.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
Παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.
Μέχρι τον τελευταίο σταθμό…
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη~νησιά,
χρώμα Θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά
ρίχνοντας κάποτεσε ταραγμένους δρόμους ποταμούς
και μέλη ανθρώπωνβαριά μια νάρκη.
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πραγματα που ομολογείς δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλοπου ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
τη Συρίατο κρατίδιοτης Κομμαγηνής που ‘σβησε
σαν το μικρό λυχνάρι πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις Θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ αυτή τη γούβακακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που Θά ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους~
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο~
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν
~σαν έρθει ο Θέροςπροτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι
~σαν έρθει ο Θέροςάλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο- ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,σαν είναι οι ζωντανοί μακριά,
τι θα τα κάνεις;Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του Θερίζειν.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, Θα μου πεις, φίλε.
Ομως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψητου ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
lσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Ομως ο τόπος που τον πελεκούν και που του καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δει- χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν
~ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελόυτας
λεύγες και λεύγες~ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωυτανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει~στάζει τη μέρα,
στάζει στον ύπνομνησιπήμων πόνος. Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες:
ο Μιχάληςπου έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνηπου έσερνε το ποδάρι του
μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας
~ “Στα σκοτεινάπηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…
“Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.
.
Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας, εκείνος που είπε να γίνει το ξύλινο άλογο
και οι Αχαιοί κερδίσανε την Τροία.Φαντάζομαι πως έρχεται
να μ’ αρμηνέψει πώς να φτιάξωκι εγώ ένα ξύλινο άλογο
για να κερδίσω τη δική μου Τροία.
.
¨Πάνω σε ένα ξένο στίχο¨
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ.
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝ ΣΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ,
ΕΝΙΩΘΕ ΓΕΡΗ ΤΗΝ ΑΡΜΑΤΩΣΙΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ,
ΑΠΛΩΜΕΝΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΟΡΜΙ ΤΟΥ,
ΣΑΝ ΤΙΣ ΦΛΕΒΕΣ ΟΠΟΥ ΒΟΥΙΖΕΙ ΤΟ ΑΙΜΑ.
.
…με ένα Ερωτικό λόγο…
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ‘ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξειγια την ψυχή που νάρκωσε
κι ανάθρεψε ο λωτός;
Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμαπου ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετάπροσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ’ ανοιχτά τριαντάφυλλα.
Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,μόνο στη μνήμη απέμεινες,
ένας βαρύς ρυθμόςρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας…
Ο κόσμος (τελικά) …είναι απλός;!